- ἐνιαυσίου
- ἐνιαύσιοςof a yearmasc/neut gen sgἐνιαύσιοςof a yearmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Hipparque (astronome) — Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance 190 Nicée … Wikipédia en Français
Hipparque de Nicée — Hipparque (astronome) Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance … Wikipédia en Français
πάκτο — το (ΑΜ πάκτον) 1. (ιδίως στο Βυζάντιο) σύμβαση, συνθήκη, συμβόλαιο («ἄρουραι, ἃς ἔχεις ἐπὶ πάκτῳ παρὰ τοῡ δεῑνα», Πάπ.) 2. συμφωνία για τη χρήση ακινήτου αντί ποσού χρημάτων που καταβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μίσθωση («διδόναι τῷ… … Dictionary of Greek
Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… … Dictionary of Greek